Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕΣ

Η Μαρία έφτασε καθυστερημένη στο γραφείο. Το προηγούμενο βράδυ είχε τσακωθεί με τον Μίλτο.
Την έστησε τρεις ολόκληρες ώρες.

Το τελευταίο διάστημα αυτό γινόταν όλο και πιο συχνά.
Τα δυο πρώτα χρόνια της σχέση τους ήταν ο τέλειος σύντροφος, έβγαιναν κάθε βράδυ, της πρόσφερε λουλούδια, ήταν τρυφερός μαζί της.
Στην πορεία άρχισε να αλλάζει.
Δεν την πείραζε που οι έξοδοι τους ειχαν περιοριστεί, άλλωστε και η ίδια με το φόρτο εργασίας που απαιτούσε η νέα της θέση, επιστρέφοντας σπίτι προτιμούσε να δούνε αγκαλιά μια ταινία.
Ο Μίλτος όμως, είτε ακύρωνε τα ραντεβού τους, είτε αργοπορούσε.


Μπαίνοντας χαιρέτησε τους συνάδελφους της και στρώθηκε αμέσως στη δουλειά.
Λίγο αργότερα, ο Σταύρος ο συνάδελφος της, την πλησιάζει και της προσφέρει ένα χάρτινο κυπελλάκι που άχνιζε.
«Είχα βγει για εξωτερικές δουλειές και επιστρέφοντας σκέφτηκα να πάρω δυο δυνατούς καφέδες» της είπε χαμογελώντας.
«Ευχαριστώ, τον χρειαζόμουν όσο δεν φαντάζεσαι», απάντησε η Μαρία ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
«Χρειάζεσαι επίσης και να φας κάτι», συμπλήρωσε εκείνος και άφησε μια σακούλα με τα αγαπημένα της κρουασάν.

Η Μαρία διέκρινε στο βλέμμα του εκείνη την έκφραση που της έφερνε αμηχανία.
Είναι καλό παιδί, αλλά συχνά την εκνευρίζει το έστω και διακριτικό φλερτ του.
Όλοι στο γραφείο ήξεραν ότι είχε δεσμό. Τι επιδίωκε ο Σταύρος;
Αρκετά προβλήματα είχε και χωρίς αυτόν.

Από την αμηχανία της στιγμής την έβγαλε ο προϊστάμενος, ζητώντας  από το αρχείο το φάκελο ενός παλιού πελάτη.
Ο φάκελος βρισκόταν σε ένα ψηλό ράφι και η Μαρία καθώς έσπευσε βιαστική να ανταποκριθεί έχοντας στο μυαλό  το χθεσινό της καβγά με το Μίλτο, στραβοπατάει στη σκάλα του αρχείου και σψριάζεται κάτω, χάνοντας τον κόσμο από μπροστά της.

Όταν συνήλθε βρισκόταν στο αυτοκίνητο του Σταύρου.
«Μαρία, πρέπει να σε δει γιατρός», της είπε με αγωνία.

Εκείνη ζαλιζόταν και ξανάκλεισε τα μάτια αμέσως, κρατώντας τα έτσι, ως την είσοδο του νοσοκομείου.

Ύστερα από μια ώρα επέστρεφαν στο αυτοκίνητο με το ένα της πόδι στο γύψο και την υπόδειξη του γιατρού να μη μείνει μόνη για 48 ώρες λόγω πιθανής διάσεισης.

«Έχεις κάποιον που να μπορεί να σε περιποιείται;» τη ρώτησε ο Σταύρος.
«Όχι, η αδελφή μου μένει Θεσσαλονίκη και δεν θέλω να την ξεσηκώσω, άλλωστε νιώθω μια χαρά» του απάντησε και γυρνώντας το πρόσωπό της προς το παράθυρο μονολόγησε χαμηλόφωνα «…και ο Μίλτος πετάει σήμερα για Παρίσι…».  

«Άκουσες τι είπε ο γιατρός», της είπε κοιτώντας την αυστηρά. «Θα περάσω από το σπίτι μου να πάρω κάποια πράγματα και θα μείνω μαζί σου».

Η Μαρία στράφηκε στο μέρος του απότομα για να του ξεκαθαρίσει ότι αυτό ήταν αδύνατο, αλλά ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει.
Ας έκανε ό,τι ήθελε, σκέφτηκε, ακουμπώντας το κεφάλι της στο κάθισμα.

Νωρίς το βράδυ ξύπνησε στο κρεβάτι της.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε ο Σταύρος στο υπνοδωμάτιο, κρατώντας ένα πιάτο σούπα. Κάθισε δίπλα της και άρχισε να  την ταΐζει στο  στόμα.
Είχε πολύ καιρό να την περιποιηθεί κάποιος. Βούρκωσε χωρίς να το θέλει.
Επίδραση των φάρμακων θα ήταν. Γύρισε και τον ρώτησε.
-Γιατί;
Η απάντησή του ήταν σαφέστατη.
-Ακόμα να το καταλάβεις;

Αφήνοντας το πιάτο στο κομοδίνο, έσκυψε, την πλησίασε και τη φίλησε απαλά στα χείλη.
Ύστερα χωρίς να πει λέξη, βγήκε από το δωμάτιο.

Η Μαρία προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβη, πώς έγινε, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένη από τα γεγονότα που αποκοιμήθηκε και πάλι.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας ένιωσε τον Σταύρο να έρχεται κάποιες φορές κοντά της προκειμένου να βεβαιωθεί ότι κοιμάται ήσυχα, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να βγαίνει από το δωμάτιο.

Την επομένη το πρωί, ξύπνησε από το κουδούνι της πόρτας.
Άνοιξε τα μάτια και τον είδε να κοιμάται στην πολυθρόνα δίπλα της.
Ήταν ωραίος έτσι όπως έπεφταν κάποιες τουφίτσες από τα μαλλιά του στο πρόσωπο.
Το κουδούνι ξαναχτύπησε κι εκείνος πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος.
Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν.
Την κοίταξε έντονα.
-Είσαι καλά;
-Ναι μια χαρά, αν και πονάει το πόδι μου λίγο.
-Θα πάω να ανοίξω την πόρτα και θα σου φέρω ένα παυσίπονο.


Σε λίγο άκουσε από μέσα τη φωνή της αδελφή της.
Έπρεπε να το περιμένει ότι μόλις έβλεπε το μήνυμα που της έστειλε χθες, θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για Αθήνα.
Σε αντίθεση με τον Μίλτο, που δεν μπήκε καν στον κόπο να κάνει ένα τηλεφώνημα, να ρωτήσει αν ήταν καλά.
Αλλά όχι, δεν της αρκούσε πια ένα τηλεφώνημα, ήθελε την προσοχή και την φροντίδα, όπως την είχε νιώσει από τον Σταύρο.

Η αδελφή της μπήκε σαν σίφουνας την αγκάλιασε και μιλώντας ακατάπαυστα, της έδωσε να πιει  το παυσίπονο.
Ο Σταύρος την είχε ενημερώσει για τα φάρμακα που σύστησε ο γιατρός πριν φύγει χωρίς να χαιρετίσει τη Μαρία.
Δεν ήθελε να της κλέψει ούτε ένα λεπτό από τις στιγμές με την αγαπημένη της αδελφή.

Η Μαρία στη διάρκεια των δεκαπέντε ημερών της αναρρωτικής της άδειας, πήρε μια απόφαση που τη σκεφτόταν πολύ καιρό, αλλά δεν είχε βρει το θάρρος να την κάνει πράξη.

Έβαλε τέλος στη σχέση της με τον Μίλτο, αντιλαμβανόμενη ότι είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της.
Άσχετα με το αν προχωρούσαν με τον Σταύρο, δεν άξιζε να είναι σε μια βαλτωμένη  κατάσταση. 
Το ατύχημα και η στάση του Σταύρου την είχαν αφυπνίσει.
Καλύτερα μόνη.

Και μπορεί αργότερα να διεκδικούσε τον Σταύρο.
Άλλωστε εκείνος είχε κάνει την κίνηση του, καιρός να κάνει κι εκείνη τη δική της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: