Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

ΤΡΥΓΟΣ-ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΗ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ


Σεπτέμβρη με Οκτώβρη στην Κρήτη είναι η εποχή του τρύγου και των καζανιών. Η διαδικασία αρχίζει με το κόψιμο των σταφυλιών, το πάτημα τους, η φύλαξη των σταφίλων και του μούστο μέχρι να έλθει η ώρα του καζανευματος για την παραγωγή της ρακής και του κρασιού. Το πρώτο στάδιο της διαδικασία δεν το γνωρίζω από τα αμπέλια της οικογένειας μου γιατί βρίσκονται σε πλάγιες βουνών και το έδαφος είναι απότομο και ως εκτουτο δεν μπορώ να πάω. Για χρόνια όμως πήγαινα με την μητέρα μου και βοηθούσαμε στο τριγυμα στα αμπέλια της τότε φυσιοθεραπεύτρια μου. Θα πρέπει να πηγαίναμε αρχές Σεπτεμβρίου γιατί δεν είχα σχολείο. Μέναμε μια βδομάδα στο χωριό της, την μέρα κόβαμε σταφύλια και το βράδυ αφού ξεκουραζόμαστε λίγο μου έκανε φυσικοθεραπεία. Σηκωνόμαστε 7.00 το πρωί τρώγαμε πρωινό που το ετοίμαζε η μητέρα της φυσιοθεραπεύτριας μου. Μια πολύ δυναμική γυναίκα της ΄΄παλαιάς σχολής΄΄. Αφού τελειώναμε το πρωινό ξεκινούσαμε όλοι για τα αμπέλια. Κρατούσαμε για μένα μια ξαπλώστρα θαλάσσης (όχι δεν περνούσα την μέρα αραχτη), ήταν χαμηλή και μπορούσαμε να την βάζουμε ανάμεσα στις κορμουλες και να κάθομαι. Έπαιρνα κοντά μου ένα κοφίνι και ένα μαχαίρι, έκοβα σιγά σιγά τα τσαμπιά και τα έβαζα στο κοφίνι. Ποτέ ποτέ έτρωγα και καμία ρόγα. Όταν τελείωνα την κορμουλα, αν η επόμενη ήταν κοντά μετακινιόμουν πάνω στην ξαπλώστρα αλλιώς φώναζα κάποιον να με πάει. Μου άρεσε να βρίσκομαι στην φύση και να προσφέρω και εγώ στην ομάδα. Ο ρυθμός μου ήταν σαφώς αργός αλλά έπαιρνα ικανοποίηση από αυτό που έκανα. Εννοείται πως όλοι φορούσαμε καπελά γιατί ο ήλιος μετά τις 9-10 έκαιγε. Μια φορά δεν θυμάμαι γιατί, άρχισα να ζαλίζομαι. Ξάπλωσα και έκανα αέρα με το καπέλο, με είδε η φυσιοθεραπεύτρια από την κορυφή του αμπελιού, κατέβηκε βολίδα έως το σημείο που ήμουν με έβρεξε στο πρόσωπο αλλά δεν βελτιώθηκε πολύ η κατάσταση μου. Βρίζοντας (είναι αθυρόστομη αλλά είναι στοιχείο του χαρακτήρα της και δεν το είχαμε για κακό, ξέραμε πως την μια στιγμή νευρίαζε και την επόμενη της περνούσε) με παίρνει αγκαλιά με βάζει στο αμάξι και σε χρόνο ρεκόρ φτάσαμε σπίτι. Με βάζει κάτω από την βρύση της αυλής. Το νερό ήταν κατεψυγμένο αλλά μόνο έτσι συνήλθα. Είχα πάθει ηλίαση. Τα μεσημέρια τρώγαμε πρόχειρα στο αμπέλι και το απόγευμα που επιστρέφαμε σπίτι ανάβαμε το φούρνο και κάναμε ψητό ή μπριτζόλες. Κρατικό πάντως για να στυλωθούμε όπως έλεγε η οικοδέσποινα. Το βραδάκι κάναμε φυσικοθεραπεία και βλέποντας την πρόοδο που είχα κάνει από τον προηγούμενο χρόνο που είχε να με δει συγκινιόταν. Πάντα θα θυμάμαι αυτή την γλυκιά γυναίκα και τον άντρα της που εφανισιακα ήταν το άκρως αντίθετο, εκείνη νταρντανογυναίκα εκείνος μικροκαμωμένος, αλλά έβλεπες στα μάτια τους την αγάπη που είχε αντέξει στο χρόνο. Το επομενο ποστ θα ειναι αφιερωμενο στα καζανια.