Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Παραμονές Χριστουγέννων κι εμένα με τρώει η μόνιμη εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα). Όλη αυτή η καταναλωτική μανία που πιάνει τους περισσότερους και ότι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι μόνο και μόνο επειδή είναι γιορτές ποτέ δεν το κατάλαβα. Παίρνω την καλύτερη φίλη μου τηλέφωνο για να βρεθούμε. Μου λέει ότι είχε να πάει κάπου. Παραξενεύτηκα από την αόριστη απάντηση της, συνήθως ήταν πιο συγκεκριμένη. Τότε θυμήθηκα πως έχει ξανασυμβεί αυτό. Κατά διαστήματα εξαφανιζόταν, όχι πολύ, μια μέρα το πολύ, αλλά μου είχε κινήσει την περιέργεια επειδή ποτέ δεν μιλούσε για αυτές τις μέρες και κανείς δεν ήξερε που πήγαινε. Μέχρι τώρα δεν την είχα ρωτήσει ποτέ που πήγαινε, είχα σεβαστεί ότι ήθελε να κρατάει αυτό το κομμάτι της ζωή της για τον εαυτό της. Σήμερα όμως ήμουν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και θεώρησα την συμπεριφορά της φίλης μου μια μικρή προδοσία. Και της το είπα, άλλωστε είμαστε πολλά χρόνια φίλες και ήξερα πως ακόμα κι αν δεν της έλεγα λέξη εκείνη θα καταλάβαινε ότι είχα θυμώσει μαζί της. Το σκέφτηκε λίγο και στο τέλος μου είπε ότι θα περνούσε σε μίση ώρα με το αυτοκίνητο της να με πάρει. Αλλά δεν ανάφερε τίποτα για το που θα πηγαίναμε. Όταν μπήκα στο αμάξι είδα ότι τα πίσω καθίσματα ήταν φορτωμένα με πακέτα. Το μυστήριο όσο πήγαινε και μεγάλωνε γιατί τα πακέτα αυτά φαίνονται καθαρά πως ήταν αγορασμένα από καταστήματα παιχνιδιών, και η φίλη μου δεν είχε δικά της παιδία φυσικά αλλά ούτε και ανιψιά. Έβαλε χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο ραδιόφωνο και ξεκίνησε. Φαινόταν πολύ χαρούμενη. Τελικά σταματήσαμε μπροστά σε ένα μεγάλο κτήριο με πολύχρωμους τοίχους. Έξω υπήρχαν πολλά παιδία που παίζουν, άλλα κυνηγητό, άλλα μπάλα και τα μικρότερα έκαναν κούνια σε μια παιδική χαρά που βρισκόταν στο πλάι της αυλής. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο, πήραμε τα δώρα και προχωρήσαμε προς το εσωτερικό του κτηρίου. Η φίλη μου ήξερε καλά τα κατατόπια, που αποδείκνυε πως είχε ξανάρθει πολλές φορές. Αφήσαμε τα πακέτα σε ένα μεγάλο δωμάτιο και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Καταλήξαμε σε μια κουζίνα που επικρατούσε ένα μικρό χάος από τις ζύμες και το αλεύρι, αλλά κανείς δεν φαινόταν να τον πειράζει. Μια κύρια , που προφανώς θα ήταν η μαγείρισσα, ζύμωνε και έδινε κομμάτια ζύμης στα παιδία που βρισκόταν γύρω από το τραπέζι. Αυτά με την σειρά τους έδιναν διάφορα σχήματα στην ζύμη, αστεράκια, μισοφέγγαρα, αστείες φαταούλες. Βέβαια κάνανε και τα κλασικά μελομακάρονα αλλά προφανώς αυτά ήταν λιγότερο διασκεδαστικά για τα παιδία. Η φίλη μου αφού έδωσε από δυο φίλια στα παιδία πήρε δυο ποδιές από το μπάγκο και μου πάταξε την μια με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ήταν η πρώτη φορά που δεν χρειαζόμαστε τις λέξεις για να συνεννοηθούμε. Είχα καταλάβει ότι αυτά τα παιδία δεν είχαν οικογένεια, ότι σπίτι τους ήταν αυτό το κτήριο που δεν ήταν καθόδου ψυχρό σε αντίθεση με ότι είχα φανταστεί. Αφού τελειώσαμε τα δημιουργήματα μας, που ελάχιστα έμοιαζαν με μελομακάρονα (έχει καμία σημασία αυτό άραγε?) και τα βάλαμε να ψηθούν πήγαμε στο δωμάτιο που είχαμε αφήσει προηγουμένως τα δώρα. Κάποιος είχε μεταφέρει εκεί ένα πανύψηλο δέντρο και καμπόσες κουτές με στολίδια. Τα παιδία έτρεξαν σαν μικρά αγριμάκια και άρχισαν το στόλισμα του δέντρου. Κάποια στιγμή ήλθε κοντά μου ένα κοριτσάκι με ξανθιές μπούκλες και γαλανά ματάκια , με πήρε από το χέρι, με πήγε κοντά στο δέντρο και μου έδωσε μια μπάλα για να την βάλω στο δέντρο. Ούτε κατάλαβα πόση ώρα μας πήρε για να το στολίσουμε. Έλειπε μόνο το αστέρι στην κορυφή. Ένιωσα ένα τράβηγμα στο παντελόνι μου, ήταν το ίδιο κοριτσάκι και κρατούσε το αστέρι. Το πήρα αγκαλιά και το σήκωσα ψηλά ώστε να φτάσει στην κορυφή του δέντρου για να βάλει το αστέρι. Το δέντρο ήταν πολύ όμορφο αλλά όχι τόσο όμορφο όσο τα λαμπερά μάτια των παιδιών που το κοιτούσαν με θαυμασμό. Μόνο τότε αντιλήφθηκα πως έξω είχε νυχτώσει και είχε έλθει η ώρα να φύγουμε. Ενώ αποχαιρετούσαμε τα παιδία υποσυνείδητα ήξερα ότι θα τα ξανάβλεπα πολύ σύντομα. Στην έξοδο μας πρόλαβε το κοριτσάκι με τις μπούκλες και τα γαλανά μάτια, με αγκάλιασε και μου έδωσε το πιο γλυκό φιλί που έχω πάρει στην ζωή μου. Καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο σκεφτόμουν πως η μελαγχολία που είχα το πρωί είχε αντικατασταθεί με ένα αίσθημα πληρότητας.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΟΥΚΛΑΣ

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένα μικρό εργαστήριο κατασκευής παιγνιδιών. Το είχε μια γυναίκα η οποία τα κατασκεύαζε μόνη της. Ήταν ολομόναχη στο κόσμο γι' αυτό ακριβώς το λογο έδινε όλη της την αγάπη στα δημιουργήματα της. Πίστευε ότι αυτή η αγάπη μεταδιδόταν στα παιδιά που αγόραζαν τις κούκλες, τα στρατιωτάκια, τα αρκουδάκια της. Και έτσι γινόταν στην πραγματικότητα. Τα παιχνίδια της, για ένα ακατανόητο λογο είχαν γίνει ιδιαίτερα αγαπητά από τα παιδιά της περιοχής. Ακατανόητος βέβαια λόγος για τους μεγάλους. Τα παιδιά ήξεραν πολύ καλά γιατί τα προτιμούσαν από τα υπόλοιπα. Είχαν την μαγική ικανότητα να μιλάνε, να κινούνται και κυρίως να αισθάνονται. Έτσι τα παιδιά δεν τα βαριόταν όπως τα άλλα παιγνίδια. Έπαιζαν ώρες μαζί σε ένα δικό τους μαγικό κόσμο. Βέβαια οι γονείς των παιδιών, που τα άκουγαν να μιλούν στα παιγνίδια, το απέδιδαν στην παιδική φαντασία. Αυτό ήταν λογικό αφού οι γονείς είχαν χάσει εδώ και πολύ καιρό την αθωότητα τους, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπεις στο μαγικό κόσμο των παιχνιδιών της γυναίκας.
Τα χρόνια περνούσαν, η γυναίκα μεγάλωνε, αλλά τα παιχνίδια της συνέχιζαν να ασκούν στα μικρά παιδιά την ίδια μαγική επίδραση. Τις τελευταίες μέρες έφτιαχνε μια κούκλα. Με ξανθιά μαλλιά και γαλανά μάτια. Έναν άγγελο, που αφού την τελείωνε θα συντρόφευε σίγουρα κάποιο κοριτσάκι. Με αυτή την σκέψη συνέχιζε χαμογελώντας την δουλεία της, ξεχνώντας τον πόνο της καρδιάς που δεν έλεγε να την αφήσει εδώ και μήνες. Φυσικά πλησίαζε στα 80. Μέχρι το βράδυ είχε τελειώσει όλο το σώμα της. Δηλαδή, σχεδόν όλο, της είχε απομείνει ακόμα μόνο ένα χέρι της κούκλας. Αλλά θα το κάνε αύριο, τώρα ένιωθε πολύ κουρασμένη, έπρεπε να ξαπλώσει. Καληνύχτισε την κούκλα όπως και όλα τα παιχνίδια που ήταν έτοιμα για να βγουν στα καταστήματα, και αυτά της ανταπέδωσαν την καληνύχτα. Την νύχτα την ξύπνησε ένας δυνατός πόνος στο στήθος. Ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος. Αλλά όχι, έπρεπε να προλάβει να τελειώσει την κούκλα της. Σηκώθηκε και πήγε με πολύ κόπο στον πάγκο της. Εκεί που την περίμενε η κούκλα. Έπιασε τα εργαλεία της και άρχισε να φτιάχνει το χέρι. Όλα τα παιχνίδια ήταν ανήσυχα, ένιωθαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από λίγα λεπτά ο πόνος έγινε ακόμα πιο έντονος. Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι της στο πάγκο, κοίταξε για τελευταία φορά την κούκλα της και από τα χείλη της βγήκε μια λέξη.
-Συγνώμη
’’Μα γιατί μου ζητά συγνώμη’’ σκέφτηκε η κούκλα μέσα στη θλίψη της. Εγώ πρέπει να την ευχαριστήσω που μου έδωσε ζωή. Όμως η γρια γυναίκα ήξερε. Αυτή η όμορφη κούκλα δεν θα ένιωθε ποτέ την ζεστή αγκαλιά ενός κοριτσιού. Ήταν μια κούκλα χωρίς χέρι. Μια ανάπηρη κούκλα. Ποιος καταστηματάρχης θα την έβαζε στην βιτρίνα του?
Αφού ήξερε ότι πολύ δύσκολα μια μητέρα θα επέλεγε να αγοράσει για την κόρη της την συγκεκριμένη κούκλα. Όσο όμορφη και να ήταν..
Η κούκλα δεν άργησε να καταλάβει τι εννοούσε η γυναίκα. Μετά από μερικές μέρες ήλθαν και πήραν τα παιχνίδια. Αλλά όχι εκείνη. Πήραν τα ολοκληρωμένα, τα όμορφα, τα τέλεια παιγνίδια. ΄΄όχι αυτή την κούκλα, δεν βλέπεις ότι είναι ελαττωματική, της λείπει ένα χέρι΄΄ άκουσε να λέει ένας από τους μεταφορείς όταν πήγε κάποιος να την βάλει στο φορτηγό με τα υπόλοιπα. Έτσι απλά την άφησαν, στο σκοτεινό και κρύο εργαστήρι.
Το πρώτο καιρό η κούκλα μας ήταν πολύ στενοχωρημένη, ένιωθε μεγάλη μοναξιά. Γύριζε στο άδειο εργαστήρι χωρίς να κάνει τίποτα. Κάποια μέρα βρήκε κατά τύχη σε μια γωνία ένα ξεχασμένο κουκλόσπιτο. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα γεμάτη περιέργεια. Ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί ένα τόσο όμορφο σπιτάκι. Είχε ένα σαλόνι με τζάκι, μια κουζινιτσα, μια κρεβατοκάμαρα, και ένα μπάνιο. Μάλιστα υπήρχε και μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία. Θυμήθηκε την γυναίκα. Όσο καιρό την δημιουργούσε της έλεγε ιστορίες που της άρεσαν τόσο πολύ. Για μερικές στιγμές ο πόνος της έλλειψης του μοναδικού ανθρώπου που την αγάπησε μαλάκωσε. Τότε αποφάσισε να μείνει σε αυτό στο κουκλόσπιτο. Εκεί ένιωθε την παρουσία της γυναίκας να την συντροφεύει.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ να κάνει πράγματα συνηθισμένα, καθημερινά. Πως να ντυθεί με ένα χέρι για παράδειγμα ή να φτιάξει φαγητό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που νευρίαζε με τον εαυτό της που της έπαιρνε τόσο πολύ χρόνο να βάλει ένα φόρεμα. Αλλά το αίσθημα θυμού αντικαθιστούταν αμέσως με το αίσθημα της ικανοποίησης όταν τα κατάφερνε. Συνειδητοποίησε ότι για να ζήσει πιο άνετα στο κουκλόσπιτο έπρεπε να βρει τρόπους να τα κάνει όλα με το ένα χέρι. Να στρώνει το κρεβάτι, να σκουπίζει, να ξεσκονίζει. Και αυτά της φαινόταν εύκολη υπόθεση. Αλλά τι γινόταν με το πλύσιμο των πιάτων, το άπλωμα των ρούχων ή πως θα βγάλει ένα ταψί που καίει από το φούρνο και τόσα αλλά που απαιτούσαν δυο χέρια? Η κούκλα όλα αυτά τα έβλεπε βουνό. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Αφού έσπασε 2-3 πιάτα στην αρχή έμαθε να βάζει ένα ένα πιάτο στο νεροχύτη και αφού το έπλενε από την μια πλευρά το γύριζε από την άλλη και ύστερα για να μην της γλιστρήσει το έπιανε με ένα πανί και το τοποθετούσε στην πιατοθήκη. Για το ταψί άνοιγε το φούρνο, έβαζε το πιάτο δίπλα και έβαζε φαγητό. Με παρομοιες απλές λύσεις κατάφερνε να κάνει τα πάντα. Τα βράδια της άρεσε πολύ να κάθεται δίπλα στο αναμμένο τζάκι και να διαβάζει βιβλία. Έτσι περνούσε ο καιρός. Η κούκλα ήταν ευχαριστημένη που είχε μάθει να ζει μόνη της αλλά όταν σκεφτόταν ότι τα αλλά παιχνίδια θα έκαναν συντροφιά σε παιδάκια την έπιανε μελαγχολία. Γιατί εκείνη να μην την έπαιζε ένα κορίτσι. Επειδή είχε μόνο ένα χέρι? Και λοιπόν?
Είχε να δώσει τόση αγάπη και μπορούσε να κάνει χαρούμενο το κοριτσάκι που θα την έπαιρνε. Θα την έβαζε να παίξουν στο κουκλόσπιτο της. Ήταν σίγουρη ότι θα του άρεσε και θα μαγεύονταν από την ομορφιά του όπως είχε μαγευτεί και εκείνη από την πρώτη στιγμή που το είδε. Κάθε νύχτα έβλεπε το ίδιο όνειρα. Ότι ένα κορίτσι την κρατούσε αγκαλιά και έπαιζαν μαζί.
Ένα πρωί ξύπνησε από ένα θόρυβο. Τι παράξενο! Στο εργαστήριο πάντα επικρατούσε σιωπή.
Τι να ήταν αυτός ο θόρυβος? Κοίταξε από το παράθυρο του κουκλόσπιτου και είδε ένα άντρα και ένα κορίτσι να ανοίγουν την πόρτα του εργαστήριο, να μπαίνουν μέσα και να εξερευνούν το χώρο.
- Τι είναι εδώ μπαμπά? ρώτησε το κορίτσι
- Εδώ παλιά μια γυναίκα έφτιαχνε πολύ όμορφα παιχνίδια. Από εδώ μου πήρε ο παππούς το αυτοκινητάκι που έχω πάνω στο γραφείο στο σπίτι μας
- Εκείνο το αυτοκινητάκι είναι σαν καινούργιο μπαμπά
- Επειδή το πρόσεχα γλυκιά μου και ότι αγαπάμε πρέπει να το προσέχουμε
Το κορίτσι καθώς περπατούσε το βλέμμα της έπεσε πάνω στο κουκλόσπιτο. Της κίνησε την περιέργεια γιατί φαινόταν πολύ καθαρό σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρισκόταν μέσα στο εργαστήριο. Πλησίασε και το άνοιξε για να δει πως ήταν μέσα. Τι όμορφο που ήταν με τα επιπλακια του!!! Τότε είδε μια κούκλα να κάθεται κοντά στο τζάκι. Μια πανέμορφη κούκλα. Μόνο όταν την πήρε αγκαλιά πρόσεξε ότι η κούκλα είχε μόνο ένα χέρι. Αλλά εκείνη την στιγμή συνέβη κάτι μαγικό. Το κορίτσι ήταν σαν είδα μπροστά στα μάτια της όλη την ιστορίας της κούκλας. Ένιωσε όλα τα συναισθήματα της κούκλας. Την αγάπης της για την γυναίκα που την δημιούργησε, την θλίψη της όταν την έχασε, την απογοήτευση και την μοναξιά της όταν την άφησαν μονή στο εργαστήριο επειδή είχε μονό ένα χέρι, την αποφασιστικότητα της να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να τα καταφέρει να ζει ανεξάρτητη και κυρίως το κορίτσι ''είδε'' το όνειρο της κούκλας να αγαπηθεί από ένα κορίτσι και να παίζουν μαζί. Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της και σαν να ένιωσε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της κούκλας. Δάκρυα ευτυχίας γιατί επιτέλους η κούκλα βρισκόταν εκεί που ήταν ο προορισμός της όταν την δημιουργούσε η γυναίκα. Εκεί που είναι ο προορισμός κάθε κούκλας να βρίσκεται. Στην αγκαλιά ενός παιδιού.
Ο πατέρας της ήλθε κοντά της για να δει τι είχε ανακάλυψη η κόρη του
- Μπορώ να την πάρω σπίτι μπαμπά?
- Υποθέτω πως μπορείς αφού από ότι φαίνεται δεν ανήκει σε κανένα άλλο παιδάκι. Είναι πολύ όμορφη. Σαν και σένα. Θα πάρουμε και το σπιτάκι της για να συνεχίσει να ζει εκεί.
Ο άντρας είχε δει ότι η κούκλα είχε ένα χέρι όπως επίσης είχε δει και με πόση τρυφερότητα χάιδευε η κόρη του τα μαλλιά της κούκλας.
Σίγουρα αυτή την κούκλα την έφτιαξε η ιδιοκτήτρια του εργαστηρίου. Θυμόταν ότι και ο ίδιος όταν έπαιζε με το αυτοκινητάκι χανόταν σε ένα ονειρικό κόσμο.
Στο ίδιο ονειρικό κόσμο χανόταν και το κοριτσάκι για τα επόμενα χρόνια παίζοντας με την κούκλα με το ένα χέρι. Και όταν αργότερα μεγάλωσε, η κούκλα συνέχιζε να στολίζει το δωμάτιο της. Πως γινόταν άλλωστε να μην κρατήσει την διαφορετική αλλά τόσο αγαπημένη της κούκλα!!!

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΒΟΛΤΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ



Εδω είμαι ξανά. Η αλήθεια είναι ότι μου έλειψε το να γράφω στο blog. Η αιτια της απουσία μου ήταν η έλλειψη χρόνου. Έγιναν πολλά στο διάστημα αυτό αλλά σήμερα θα γράψω την πιο πρόσφατη περιπετειώδη βόλτα μου στην πόλη των Χανιών.
Στα Χάνια πάω τα τελευταία χρόνια για διακοπές γιατί έχω βρει ένα ξενοδοχείο που με βολεύει ως προς την πρόσβαση μου με το αμαξιδιο, πολύ καλαίσθητο. Δεν μου κάνει όρεξη να βγαίνω έξω μιας που πηγαίνω εκεί για να ξεκουραστώ και να χαλαρώσω. Φέτος όμως βρέθηκα με μια φίλη και κανονίσαμε να πάμε βόλτα και για ψώνια στην πόλη. Θα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. Δώσαμε λοιπόν ραντεβού στην κεντρική αγορά κατά τις 11 το πρωί. Δεν βρήκαμε άδεια θέση παρκιν για αμεα ούτε για δείγμα. Ξέχασα να ρωτήσω την φίλη μου αν έχουν τόσα αμεα εκεί που να κυκλοφορούν κιόλας ώστε να είναι όλα τα παρκιν πιασμένα...Αν συμβαίνει αυτό τότε χαραλι. Μου κατέβασαν οι γονείς μου το αμαξιδιο και μιας που είχα φτάσει νωρίτερα πρότεινα στην μητέρα μου να πάμε μια βόλτα μέσα στην αγορά. Πήγα να ανεβώ από την ράμπα αλλά (τι πρωτότυπο) ήταν παρκαρισμένα μηχανάκια. Ποτέ επιτέλους οι έλληνες θα αντιληφτούμε ότι οι ράμπες δεν είναι για τα μηχανάκια μας αλλά για την διέλευση αμαξιδιων???
Την στιγμή που βγαίναμε από την αγορά ερχόταν και η φίλη μου και ξεκινήσαμε για την βόλτα μας αφού πρώτα ακούσαμε τις ΄΄συστασεις΄΄ από τους γονείς μου.
Ξεκινήσαμε λοιπόν ενθουσιασμένες για να οργώσουμε τα Χανιά. Είχαμε προγραμματίσει να χαζέψουμε βιτρίνες και μετά να πάμε στην παλιά πόλη για καφεδάκι. Στην αρχή όταν χρειάζονταν να περάσουμε από την μια πλευρά του δρόμου στην άλλη κάναμε το αμαξιδιο χειροκίνητο και με περνούσε η φίλη μου. Δεν είχαμε κάνει αρκετή απόσταση και ενώ προχωρούσαμε αμέριμνες εμφανίζετε μπροστά μας φάντης μπαστούνι ο πατέρας και η μητέρα μου. Καταλαμβάνω ότι ανησυχούσαν και αν ήξεραν ποσά θα συνέβαιναν σε αυτή την βόλτα θα είχαμε λιποθυμίες...
Εγώ όμως είχα εμπιστοσύνη στην φίλη μου
Αφού τους διαβεβαιώσαμε ότι θα είμαστε μια χαρά συνεχίσαμε το δρόμο μας. Κάποτε όμως τελειώνει το πεζοδρόμιο, ωραία στο απέναντι υπήρχε ράμπα αλλά από αυτό άδω πως κατεβαίνουν που όσο και αν ψάχναμε ράμπα δεν φαινόταν πουθενά. Τελικά μια κύρια μας βοήθησε να κατεβώ, πιάνοντας το μπροστινό μέρος του αμαξιδιο και η φίλη μου από πίσω, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε και οι τρεις πόσο μυαλό χρειάζεται για να σκεφτούν οι σχεδιαστές ότι έπρεπε να κάνουν ράμπα από την στιγμή που έκαναν απέναντι. Δυστυχώς ακόμα δεν έχουν ανακαλυφθεί ιπτάμενα αμαξιδια............
Σε λίγο ενώ προχωρούσαμε και χαζεύαμε τα μαγαζιά αντιλαμβάνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά με το καρότσι. Κοιτώ και καταράστηκα την ατυχία μου όταν είδα ότι το λάστιχο είχε ξεφουσκώσει. Ευτυχώς η φίλη μου που δεν τα παρατά ποτέ ήξερε ένα συνεργείο αυτοκίνητων στο όποιο πήγαμε και μου βαλαν αέρα αλλά κάτι μου έλεγε ότι δεν τελειώσαμε εδω γιατί το λάστιχο το είχα φουσκώσει το πρωί. Εκεί μας συνάντησε ένας φίλος και συνεχίσαμε την βόλτα μας όλοι μαζί. Ο όποιος αποδεικτικέ πολύτιμος βοηθός γιατί τα καταστήματα μάλλον θεωρούν περιττό να κάνουν ράμπες (ίσως δεν βλέπουν τα άτομα με αναπηρίες ως υποψηφίους πελάτες) και με ανεβοκατέβαζε. Όσοι είστε χρήστες αμαξιδιων όταν θέλετε να κατεβείτε 1-2 σκαλοπάτια να το κάνετε με την όπισθεν και εννοείτε με βοήθεια. Είναι πιο εύκολο. Θέλω να τον ευχαριστήσω ξανά και για την βοήθεια αλλά και για την υπομονή του να μας ακόλουθησει στα ψώνια. Ξέρω ότι δεν είναι το καλύτερο για κανέναν άνδρα. Για να μην τα πολυλογώ αφού βαρεθήκαμε να συναντάμε πεζοδρόμια γεμάτα εμπόδια κάθε είδος μηχανάκια, κούτες, ντουλάπες(ναι καλά διαβάζετε αγαπητοί μου), τραπεζοκαθισματα φαστφουντάδικων (μπήκα στο πειρασμό, μετά από προτροπή της φίλης μου, να αρπάξω από κάποιον τον γύρο που κρατούσε ενώ είχε αράξει την αρίδα του σε ένα τραπέζι κλείνοντας το περισσότερο πεζοδρόμιο αλλά συγκρατήθηκα) αποφασίσαμε να πηγαίνουμε από το δρόμο. Το είχαμε ρίξει στην πλακά διακομωδοντας την όλη κατάσταση και το διασκεδάζαμε πολύ. Σε μια πλατεϊτσα τραγουδούσαν 2 ινδιάνοι και κάτσαμε να τους ακούσουμε. Η μουσική τους ήταν πολύ όμορφη, μελωδική, σε ταξίδευε νοητά στην χωρά τους. Βοηθούσε και οι παραδοσιακές ενδυμασίες τους. Σου γεννούσε την επιθυμία να χορέψεις μαζί τους. Μια τουρίστρια σε αμαξιδιο το έκανε κιόλας. Ήταν υπέροχο θέαμα.
Εκεί ανακάλυψα πάλι ότι το λάστιχο έχανε αέρα. Για καλή μας τύχη εκεί κοντά βρισκόταν ένα ποδηλαταδικο και ξαναβάλαμε αέρα. Ύστερα βλέποντας ότι το λάστιχο δεν ήταν για πολλά πολλά αποφασίσαμε να πάμε για καφέ.
Ίσως κάποιοι που θα διαβάσουν αυτό το κείμενο να σκεφτούν ότι αυτή η βόλτα ήταν σκέτη ταλαιπωρία. Τους διαβεβαιώνω όμως ότι δεν ήταν έτσι. Ήταν πολύ όμορφη και διασκεδαστική.
Κλείνοντας αφιερώνω στην παρέα εκείνης της περιπετειώδης βόλτα το τραγούδι του Πορτοκαλογλου ΄΄ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό ΄΄ http://www.youtube.com/watch?v=J6PUwHYBYMA

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΑΝ ΤΗΝ ΘΕΣΑΛΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ 97'


Τις τελευταίες μέρες έχω βρεθεί μέσω facebook με αρκετούς παλιούς συμμαθητές μου και χαίρομαι πολύ γιαυτο. Μάλιστα ο πρώτος που άρχισε όλη αυτή την συνένωση έβαλε ποστ (δεν ξερώ αν το λένε έτσι στο fecebook) ''για όσους θυμούνται την Θεσσαλονίκη 97΄''. Αγαπημένε μου Ν.Ζ είναι ποτέ δυνατόν να ξεχάσουμε? τις τελευταίες μέρες που τελειώναμε το σχολείο μάλλον σε κάποια κενή ώρα είχαμε κάτσει στην γραφομηχανή μου και μου γράψατε ορισμένες σειρές, όχι σοβαρά πράγματα, κάποια ανέκδοτα. Σήμερα έψαξα και βρήκα αυτήν την κολλά χαρτί στο κουτί που φυλάω παλιά πράγματα. Το έχω ονομάσει το κουτί των αναμνήσεων. Στο τέλος λοιπόν αυτή της κόλλας γραφείς ''να μας θυμάσαι και ποτέ να μην μας ξεχάσεις έτος 1996-97 , το πιο χαϊ τμήμα του ΓΛΑΝ ΄΄, εμείς ποτέ δεν ξεχνιόμαστε.Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως μεγαλώνω επειδή συχνά ανατρέχω σε αυτό το κουτί. Αλλά τώρα ήσυχα αφού διαπιστώνω ότι πολλοί από το ένδοξο Γ1 θυμόνται. Ας γυρίσω λοιπόν 12 χρονιά πίσω και δω τι θυμάμαι από την πενταήμερη στην Θεσσαλονίκη. Και εννοείται ότι όσοι συμμαθητές διαβάσετε και δείτε παραλείψεις , συμπληρώνετε. Αναχωρήσαμε από το λιμάνι του Αγίου Νικολάου με προορισμό τον Πειραιά. Το ταξίδι εγώ το πέρασα στην καμπίνα γιατί ως συνήθως με πείραξε το καράβι. Ξερώ ξερώ έχασα...Το πρωί φύγαμε με λεωφορεία για Θεσσαλονίκη, αφού κάτσαμε για πρωινό. Μέχρι το μεσημέρι μας είχε πιάσει βροχή και σκεφτόμουν αν ήταν όλες τις μέρες έτσι την βάψαμε. Το μεσημέρι σταματήσαμε σε ένα κουτις (αν θυμάμαι σωστά) και φάγαμε. Κατά τις 5-6 φτάσαμε Θεσσαλονίκη. μάρεσε πολύ. Πάντα με γοητεύει να κοιτάζω τα κτήρια, τα καταστήματα όταν πηγαίνω σε μια πόλη. Όταν φτάναμε στο ξενοδοχείο η καθηγήτρια μας είπε να ξεκουραστούμε γιατί είχαμε βραδινή έξοδο.Έλα όμως πως τα δωμάτια δεν ήταν έτοιμα και περιμέναμε στην ρεσεψιόν κάμποση ώρα. Hotel Rotokda μοναστηριού 97, Θεσσαλονίκη. Έχω κρατήσει την κάρτα. Στο δωμάτιο έπεσα για ύπνο, γιατί το προηγούμενο βραδύ δεν έκλεισα μάτι. Το βραδύ πήγαμε ΄΄Παγοποιειο΄', ένα παλιό εργοστάσιο που είχε μετατραπεί σε ελληναδικό. Εξωτερικά είχαν διατηρήσει την μορφή του εργοστάσιο όπως και την οροφή και εσωτερικά κυριαρχούσε το ξύλο και η πέτρα. Τι χορούς κάναμε εκεί...και σαν να θυμάμαι ότι κάποιος (ξέρεις αυτός ποιος) την έβγαλε όλη την νύχτα πάνω στην μπάρα. Ενώ γυρίζαμε ξημερώματα στο ξενοδοχείο τραγουδούσαμε το τραγούδι του Μητροπανου ΄΄Σε αναζητώ στη σαλλονικη ξημερώματα'΄ και οι καθηγητές να παλεύουν να μας ηρεμήσουν μην ξυπνήσουμε τους άλλους πελάτες. Το καλύτερο ήταν που ανέβηκα από την σκάλες στο τρίτο όροφο για κάτι είχε γίνει με το ασανσέρ. Εκεί να δείτε γέλια. Την επόμενη, ημέρα τρίτη, πήγαμε στα Μουδανιά Χαλκιδικής και σε ένα σπηλαίο. Τα Μουδανιά είναι μια παραθαλάσσια πόλη , κάναμε βόλτα διπλά στη ακρογιαλιά και κάτσαμε σε καφετερίες αγναντεύοντας το πέλαγος. Μετά ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε το σπηλαίο. Αυτό που με εντυπωσίασε στην διαδρομή ήταν οι εκτάσεις με τις πορτοκαλιές μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου έβλεπες πορτοκαλιά πάνω στα δέντρα. Στο σπηλαίο δεν κατέβη γιατί ήταν στενά. Είπαμε είμαι ξεροκέφαλη αλλά όχι τρελή. Το βραδύ πήγαμε σε μια disko. Το πιο ξενέρωτο βραδύ της πενταήμερης για μένα. Ίσως επειδή δεν είναι το γούστο μου τα κλαμπ που παίζουν ξένη δυνατή μουσική, αλλά δεν θα έλεγα πως και οι υπόλοιποι ήταν ενθουσιασμένοι. Καθόμαστε σε κάτι καναπέδες και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον όλο το βραδύ. Την τρίτη μέρα της εκδρομής βρήκαμε πάλι εκτός Θεσσαλονίκης. προορισμος ηταν η Έδεσσα για να δούμε τους καταρράκτες και μετά η Βεργίνα για να επισκεφτούμε τους βασιλικούς τάφους του Φιλλίπου. Το βραδύ διασκεδάσαμε σε ένα ρεμπέτικο που τραγουδούσε η Μαριω. Οι λάτρεις του είδους σίγουρα την γνωρίζουν. Τραγουδά καταπληκτικά. Όσο περνούσε η ώρα το κέφι όλων αυξανόταν, χόρευαν παιδιά και καθηγητές. Ήταν η ωραιότερη βραδιά μέχρι την στιγμή που κάποιοι μεθύσαν και φύγαμε άρον άρον....
η τελευταία μέρα περιείχε ξενάγηση στην πόλη της Θεσσαλονίκης, σε μουσεία, στη εκκλησιά του Αγίου Δημητρίου η οποία είναι εκπληκτικής ομορφιάς και επιβλητικότητας. οι περισσότεροι όμως είμαστε κουρασμένοι από την προηγουμένη νύχτα. Το απόγευμα μας ήταν ελεύθερο για ψώνια μιας και θα φεύγαμε την επόμενη, ενώ το βραδύ πήγαμε σε ένα πολυχωρο. Ο πολυχωρος είχε διαφορά μαγαζιά, από fastfoodαρικα μέχρι μπουζούκια. Αφού περιπλανηθηκαμε στα διαφορά μαγαζιά συγκεντρωθήκαμε την καθορισμένη ώρα την πόρτα του μπουζουξίδικου και μπήκαμε μέσα. Ευτυχώς όλα εξελιχθήκαν ομαλά χωρίς παρατράγουδα.
Τελειώντας αυτή την αφήγηση θέλω να πω πως νιώθω τυχερή που είχα τους συγκεκριμένους συμμαθητές. Και για να προλάβω τον Ν.Ζ φίλε ότι δεν είπα πες τα εσύ, γιατί κουράστηκα

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

ΔΕΣΜΟΙ ΑΙΜΑΤΟΣ

Απο καιρο ηθελα να βαλω στο ιστολογιο μου καποια ποιηματα της Σοφιας Κολοτουρου. Σημερα παραθετω το πρωτο, που νομιζω οτι με αντιπροσωπευει συναισθηματικα αυτη την περιοδο. Σε επομενα ποστ θα βαλω ΄΄μικρες αναπηριες΄΄ και βεβαια ΄΄Ο Εραστής Λόρδος Τσάτελνυ΄΄ το οποιο θα μου δωσει το εναυσμα να εκθεσω τις αποψεις μου πανω στο θεμα των συναισθηματικων-ερωτικων σχεσεων υπο συνθηκες αναπηριας. Για την ωρα ομως ας απολαυσουμε το παρακατω
Δεσμοί Αίματος
"Νιώθω το αίμα και το χτύπο της καρδιάς σου με τ' ακροδάχτυλα σου αγγίζω το κορμί σκεπάζομαι όλη με τα πιο θερμά φιλιά σου είμαστε ένα, αγάπη μου, μαζί. Παράξενα το σώμα σε γυρεύει σαν χωριστούμε οι δυο μας για καιρό το αίμα μου, στ' αλήθεια δραπετεύει χύνεται, φεύγει με γοργό ρυθμό. Και φτάνει στα λιμάνια και στη θάλασσα για να σε βρει και να σου εξηγήσει πως με τη γλώσσα του αίματος σε κάλεσα γιατί μου λείπεις και παθαίνω κρίση! Στάλα τη στάλα έχω στις φλέβες σου εισχωρήσει όπως κι εσύ αργά μέσα μου έχεις κυκλοφορήσει"
Η ιστοσελιδα της Σοφιας ειναι http://www.kofosi.blogspot.com/