Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ


Παραμονές Χριστουγέννων κι εμένα με τρώει η μόνιμη εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα). Όλη αυτή η καταναλωτική μανία που πιάνει τους περισσότερους και ότι πρέπει να είμαστε χαρούμενοι μόνο και μόνο επειδή είναι γιορτές ποτέ δεν το κατάλαβα. Παίρνω την καλύτερη φίλη μου τηλέφωνο για να βρεθούμε. Μου λέει ότι είχε να πάει κάπου. Παραξενεύτηκα από την αόριστη απάντηση της, συνήθως ήταν πιο συγκεκριμένη. Τότε θυμήθηκα πως έχει ξανασυμβεί αυτό. Κατά διαστήματα εξαφανιζόταν, όχι πολύ, μια μέρα το πολύ, αλλά μου είχε κινήσει την περιέργεια επειδή ποτέ δεν μιλούσε για αυτές τις μέρες και κανείς δεν ήξερε που πήγαινε. Μέχρι τώρα δεν την είχα ρωτήσει ποτέ που πήγαινε, είχα σεβαστεί ότι ήθελε να κρατάει αυτό το κομμάτι της ζωή της για τον εαυτό της. Σήμερα όμως ήμουν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και θεώρησα την συμπεριφορά της φίλης μου μια μικρή προδοσία. Και της το είπα, άλλωστε είμαστε πολλά χρόνια φίλες και ήξερα πως ακόμα κι αν δεν της έλεγα λέξη εκείνη θα καταλάβαινε ότι είχα θυμώσει μαζί της. Το σκέφτηκε λίγο και στο τέλος μου είπε ότι θα περνούσε σε μίση ώρα με το αυτοκίνητο της να με πάρει. Αλλά δεν ανάφερε τίποτα για το που θα πηγαίναμε. Όταν μπήκα στο αμάξι είδα ότι τα πίσω καθίσματα ήταν φορτωμένα με πακέτα. Το μυστήριο όσο πήγαινε και μεγάλωνε γιατί τα πακέτα αυτά φαίνονται καθαρά πως ήταν αγορασμένα από καταστήματα παιχνιδιών, και η φίλη μου δεν είχε δικά της παιδία φυσικά αλλά ούτε και ανιψιά. Έβαλε χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο ραδιόφωνο και ξεκίνησε. Φαινόταν πολύ χαρούμενη. Τελικά σταματήσαμε μπροστά σε ένα μεγάλο κτήριο με πολύχρωμους τοίχους. Έξω υπήρχαν πολλά παιδία που παίζουν, άλλα κυνηγητό, άλλα μπάλα και τα μικρότερα έκαναν κούνια σε μια παιδική χαρά που βρισκόταν στο πλάι της αυλής. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο, πήραμε τα δώρα και προχωρήσαμε προς το εσωτερικό του κτηρίου. Η φίλη μου ήξερε καλά τα κατατόπια, που αποδείκνυε πως είχε ξανάρθει πολλές φορές. Αφήσαμε τα πακέτα σε ένα μεγάλο δωμάτιο και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Καταλήξαμε σε μια κουζίνα που επικρατούσε ένα μικρό χάος από τις ζύμες και το αλεύρι, αλλά κανείς δεν φαινόταν να τον πειράζει. Μια κύρια , που προφανώς θα ήταν η μαγείρισσα, ζύμωνε και έδινε κομμάτια ζύμης στα παιδία που βρισκόταν γύρω από το τραπέζι. Αυτά με την σειρά τους έδιναν διάφορα σχήματα στην ζύμη, αστεράκια, μισοφέγγαρα, αστείες φαταούλες. Βέβαια κάνανε και τα κλασικά μελομακάρονα αλλά προφανώς αυτά ήταν λιγότερο διασκεδαστικά για τα παιδία. Η φίλη μου αφού έδωσε από δυο φίλια στα παιδία πήρε δυο ποδιές από το μπάγκο και μου πάταξε την μια με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ήταν η πρώτη φορά που δεν χρειαζόμαστε τις λέξεις για να συνεννοηθούμε. Είχα καταλάβει ότι αυτά τα παιδία δεν είχαν οικογένεια, ότι σπίτι τους ήταν αυτό το κτήριο που δεν ήταν καθόδου ψυχρό σε αντίθεση με ότι είχα φανταστεί. Αφού τελειώσαμε τα δημιουργήματα μας, που ελάχιστα έμοιαζαν με μελομακάρονα (έχει καμία σημασία αυτό άραγε?) και τα βάλαμε να ψηθούν πήγαμε στο δωμάτιο που είχαμε αφήσει προηγουμένως τα δώρα. Κάποιος είχε μεταφέρει εκεί ένα πανύψηλο δέντρο και καμπόσες κουτές με στολίδια. Τα παιδία έτρεξαν σαν μικρά αγριμάκια και άρχισαν το στόλισμα του δέντρου. Κάποια στιγμή ήλθε κοντά μου ένα κοριτσάκι με ξανθιές μπούκλες και γαλανά ματάκια , με πήρε από το χέρι, με πήγε κοντά στο δέντρο και μου έδωσε μια μπάλα για να την βάλω στο δέντρο. Ούτε κατάλαβα πόση ώρα μας πήρε για να το στολίσουμε. Έλειπε μόνο το αστέρι στην κορυφή. Ένιωσα ένα τράβηγμα στο παντελόνι μου, ήταν το ίδιο κοριτσάκι και κρατούσε το αστέρι. Το πήρα αγκαλιά και το σήκωσα ψηλά ώστε να φτάσει στην κορυφή του δέντρου για να βάλει το αστέρι. Το δέντρο ήταν πολύ όμορφο αλλά όχι τόσο όμορφο όσο τα λαμπερά μάτια των παιδιών που το κοιτούσαν με θαυμασμό. Μόνο τότε αντιλήφθηκα πως έξω είχε νυχτώσει και είχε έλθει η ώρα να φύγουμε. Ενώ αποχαιρετούσαμε τα παιδία υποσυνείδητα ήξερα ότι θα τα ξανάβλεπα πολύ σύντομα. Στην έξοδο μας πρόλαβε το κοριτσάκι με τις μπούκλες και τα γαλανά μάτια, με αγκάλιασε και μου έδωσε το πιο γλυκό φιλί που έχω πάρει στην ζωή μου. Καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο σκεφτόμουν πως η μελαγχολία που είχα το πρωί είχε αντικατασταθεί με ένα αίσθημα πληρότητας.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΟΥΚΛΑΣ

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένα μικρό εργαστήριο κατασκευής παιγνιδιών. Το είχε μια γυναίκα η οποία τα κατασκεύαζε μόνη της. Ήταν ολομόναχη στο κόσμο γι' αυτό ακριβώς το λογο έδινε όλη της την αγάπη στα δημιουργήματα της. Πίστευε ότι αυτή η αγάπη μεταδιδόταν στα παιδιά που αγόραζαν τις κούκλες, τα στρατιωτάκια, τα αρκουδάκια της. Και έτσι γινόταν στην πραγματικότητα. Τα παιχνίδια της, για ένα ακατανόητο λογο είχαν γίνει ιδιαίτερα αγαπητά από τα παιδιά της περιοχής. Ακατανόητος βέβαια λόγος για τους μεγάλους. Τα παιδιά ήξεραν πολύ καλά γιατί τα προτιμούσαν από τα υπόλοιπα. Είχαν την μαγική ικανότητα να μιλάνε, να κινούνται και κυρίως να αισθάνονται. Έτσι τα παιδιά δεν τα βαριόταν όπως τα άλλα παιγνίδια. Έπαιζαν ώρες μαζί σε ένα δικό τους μαγικό κόσμο. Βέβαια οι γονείς των παιδιών, που τα άκουγαν να μιλούν στα παιγνίδια, το απέδιδαν στην παιδική φαντασία. Αυτό ήταν λογικό αφού οι γονείς είχαν χάσει εδώ και πολύ καιρό την αθωότητα τους, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπεις στο μαγικό κόσμο των παιχνιδιών της γυναίκας.
Τα χρόνια περνούσαν, η γυναίκα μεγάλωνε, αλλά τα παιχνίδια της συνέχιζαν να ασκούν στα μικρά παιδιά την ίδια μαγική επίδραση. Τις τελευταίες μέρες έφτιαχνε μια κούκλα. Με ξανθιά μαλλιά και γαλανά μάτια. Έναν άγγελο, που αφού την τελείωνε θα συντρόφευε σίγουρα κάποιο κοριτσάκι. Με αυτή την σκέψη συνέχιζε χαμογελώντας την δουλεία της, ξεχνώντας τον πόνο της καρδιάς που δεν έλεγε να την αφήσει εδώ και μήνες. Φυσικά πλησίαζε στα 80. Μέχρι το βράδυ είχε τελειώσει όλο το σώμα της. Δηλαδή, σχεδόν όλο, της είχε απομείνει ακόμα μόνο ένα χέρι της κούκλας. Αλλά θα το κάνε αύριο, τώρα ένιωθε πολύ κουρασμένη, έπρεπε να ξαπλώσει. Καληνύχτισε την κούκλα όπως και όλα τα παιχνίδια που ήταν έτοιμα για να βγουν στα καταστήματα, και αυτά της ανταπέδωσαν την καληνύχτα. Την νύχτα την ξύπνησε ένας δυνατός πόνος στο στήθος. Ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος. Αλλά όχι, έπρεπε να προλάβει να τελειώσει την κούκλα της. Σηκώθηκε και πήγε με πολύ κόπο στον πάγκο της. Εκεί που την περίμενε η κούκλα. Έπιασε τα εργαλεία της και άρχισε να φτιάχνει το χέρι. Όλα τα παιχνίδια ήταν ανήσυχα, ένιωθαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από λίγα λεπτά ο πόνος έγινε ακόμα πιο έντονος. Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι της στο πάγκο, κοίταξε για τελευταία φορά την κούκλα της και από τα χείλη της βγήκε μια λέξη.
-Συγνώμη
’’Μα γιατί μου ζητά συγνώμη’’ σκέφτηκε η κούκλα μέσα στη θλίψη της. Εγώ πρέπει να την ευχαριστήσω που μου έδωσε ζωή. Όμως η γρια γυναίκα ήξερε. Αυτή η όμορφη κούκλα δεν θα ένιωθε ποτέ την ζεστή αγκαλιά ενός κοριτσιού. Ήταν μια κούκλα χωρίς χέρι. Μια ανάπηρη κούκλα. Ποιος καταστηματάρχης θα την έβαζε στην βιτρίνα του?
Αφού ήξερε ότι πολύ δύσκολα μια μητέρα θα επέλεγε να αγοράσει για την κόρη της την συγκεκριμένη κούκλα. Όσο όμορφη και να ήταν..
Η κούκλα δεν άργησε να καταλάβει τι εννοούσε η γυναίκα. Μετά από μερικές μέρες ήλθαν και πήραν τα παιχνίδια. Αλλά όχι εκείνη. Πήραν τα ολοκληρωμένα, τα όμορφα, τα τέλεια παιγνίδια. ΄΄όχι αυτή την κούκλα, δεν βλέπεις ότι είναι ελαττωματική, της λείπει ένα χέρι΄΄ άκουσε να λέει ένας από τους μεταφορείς όταν πήγε κάποιος να την βάλει στο φορτηγό με τα υπόλοιπα. Έτσι απλά την άφησαν, στο σκοτεινό και κρύο εργαστήρι.
Το πρώτο καιρό η κούκλα μας ήταν πολύ στενοχωρημένη, ένιωθε μεγάλη μοναξιά. Γύριζε στο άδειο εργαστήρι χωρίς να κάνει τίποτα. Κάποια μέρα βρήκε κατά τύχη σε μια γωνία ένα ξεχασμένο κουκλόσπιτο. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα γεμάτη περιέργεια. Ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί ένα τόσο όμορφο σπιτάκι. Είχε ένα σαλόνι με τζάκι, μια κουζινιτσα, μια κρεβατοκάμαρα, και ένα μπάνιο. Μάλιστα υπήρχε και μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία. Θυμήθηκε την γυναίκα. Όσο καιρό την δημιουργούσε της έλεγε ιστορίες που της άρεσαν τόσο πολύ. Για μερικές στιγμές ο πόνος της έλλειψης του μοναδικού ανθρώπου που την αγάπησε μαλάκωσε. Τότε αποφάσισε να μείνει σε αυτό στο κουκλόσπιτο. Εκεί ένιωθε την παρουσία της γυναίκας να την συντροφεύει.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ να κάνει πράγματα συνηθισμένα, καθημερινά. Πως να ντυθεί με ένα χέρι για παράδειγμα ή να φτιάξει φαγητό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που νευρίαζε με τον εαυτό της που της έπαιρνε τόσο πολύ χρόνο να βάλει ένα φόρεμα. Αλλά το αίσθημα θυμού αντικαθιστούταν αμέσως με το αίσθημα της ικανοποίησης όταν τα κατάφερνε. Συνειδητοποίησε ότι για να ζήσει πιο άνετα στο κουκλόσπιτο έπρεπε να βρει τρόπους να τα κάνει όλα με το ένα χέρι. Να στρώνει το κρεβάτι, να σκουπίζει, να ξεσκονίζει. Και αυτά της φαινόταν εύκολη υπόθεση. Αλλά τι γινόταν με το πλύσιμο των πιάτων, το άπλωμα των ρούχων ή πως θα βγάλει ένα ταψί που καίει από το φούρνο και τόσα αλλά που απαιτούσαν δυο χέρια? Η κούκλα όλα αυτά τα έβλεπε βουνό. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Αφού έσπασε 2-3 πιάτα στην αρχή έμαθε να βάζει ένα ένα πιάτο στο νεροχύτη και αφού το έπλενε από την μια πλευρά το γύριζε από την άλλη και ύστερα για να μην της γλιστρήσει το έπιανε με ένα πανί και το τοποθετούσε στην πιατοθήκη. Για το ταψί άνοιγε το φούρνο, έβαζε το πιάτο δίπλα και έβαζε φαγητό. Με παρομοιες απλές λύσεις κατάφερνε να κάνει τα πάντα. Τα βράδια της άρεσε πολύ να κάθεται δίπλα στο αναμμένο τζάκι και να διαβάζει βιβλία. Έτσι περνούσε ο καιρός. Η κούκλα ήταν ευχαριστημένη που είχε μάθει να ζει μόνη της αλλά όταν σκεφτόταν ότι τα αλλά παιχνίδια θα έκαναν συντροφιά σε παιδάκια την έπιανε μελαγχολία. Γιατί εκείνη να μην την έπαιζε ένα κορίτσι. Επειδή είχε μόνο ένα χέρι? Και λοιπόν?
Είχε να δώσει τόση αγάπη και μπορούσε να κάνει χαρούμενο το κοριτσάκι που θα την έπαιρνε. Θα την έβαζε να παίξουν στο κουκλόσπιτο της. Ήταν σίγουρη ότι θα του άρεσε και θα μαγεύονταν από την ομορφιά του όπως είχε μαγευτεί και εκείνη από την πρώτη στιγμή που το είδε. Κάθε νύχτα έβλεπε το ίδιο όνειρα. Ότι ένα κορίτσι την κρατούσε αγκαλιά και έπαιζαν μαζί.
Ένα πρωί ξύπνησε από ένα θόρυβο. Τι παράξενο! Στο εργαστήριο πάντα επικρατούσε σιωπή.
Τι να ήταν αυτός ο θόρυβος? Κοίταξε από το παράθυρο του κουκλόσπιτου και είδε ένα άντρα και ένα κορίτσι να ανοίγουν την πόρτα του εργαστήριο, να μπαίνουν μέσα και να εξερευνούν το χώρο.
- Τι είναι εδώ μπαμπά? ρώτησε το κορίτσι
- Εδώ παλιά μια γυναίκα έφτιαχνε πολύ όμορφα παιχνίδια. Από εδώ μου πήρε ο παππούς το αυτοκινητάκι που έχω πάνω στο γραφείο στο σπίτι μας
- Εκείνο το αυτοκινητάκι είναι σαν καινούργιο μπαμπά
- Επειδή το πρόσεχα γλυκιά μου και ότι αγαπάμε πρέπει να το προσέχουμε
Το κορίτσι καθώς περπατούσε το βλέμμα της έπεσε πάνω στο κουκλόσπιτο. Της κίνησε την περιέργεια γιατί φαινόταν πολύ καθαρό σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρισκόταν μέσα στο εργαστήριο. Πλησίασε και το άνοιξε για να δει πως ήταν μέσα. Τι όμορφο που ήταν με τα επιπλακια του!!! Τότε είδε μια κούκλα να κάθεται κοντά στο τζάκι. Μια πανέμορφη κούκλα. Μόνο όταν την πήρε αγκαλιά πρόσεξε ότι η κούκλα είχε μόνο ένα χέρι. Αλλά εκείνη την στιγμή συνέβη κάτι μαγικό. Το κορίτσι ήταν σαν είδα μπροστά στα μάτια της όλη την ιστορίας της κούκλας. Ένιωσε όλα τα συναισθήματα της κούκλας. Την αγάπης της για την γυναίκα που την δημιούργησε, την θλίψη της όταν την έχασε, την απογοήτευση και την μοναξιά της όταν την άφησαν μονή στο εργαστήριο επειδή είχε μονό ένα χέρι, την αποφασιστικότητα της να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να τα καταφέρει να ζει ανεξάρτητη και κυρίως το κορίτσι ''είδε'' το όνειρο της κούκλας να αγαπηθεί από ένα κορίτσι και να παίζουν μαζί. Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της και σαν να ένιωσε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της κούκλας. Δάκρυα ευτυχίας γιατί επιτέλους η κούκλα βρισκόταν εκεί που ήταν ο προορισμός της όταν την δημιουργούσε η γυναίκα. Εκεί που είναι ο προορισμός κάθε κούκλας να βρίσκεται. Στην αγκαλιά ενός παιδιού.
Ο πατέρας της ήλθε κοντά της για να δει τι είχε ανακάλυψη η κόρη του
- Μπορώ να την πάρω σπίτι μπαμπά?
- Υποθέτω πως μπορείς αφού από ότι φαίνεται δεν ανήκει σε κανένα άλλο παιδάκι. Είναι πολύ όμορφη. Σαν και σένα. Θα πάρουμε και το σπιτάκι της για να συνεχίσει να ζει εκεί.
Ο άντρας είχε δει ότι η κούκλα είχε ένα χέρι όπως επίσης είχε δει και με πόση τρυφερότητα χάιδευε η κόρη του τα μαλλιά της κούκλας.
Σίγουρα αυτή την κούκλα την έφτιαξε η ιδιοκτήτρια του εργαστηρίου. Θυμόταν ότι και ο ίδιος όταν έπαιζε με το αυτοκινητάκι χανόταν σε ένα ονειρικό κόσμο.
Στο ίδιο ονειρικό κόσμο χανόταν και το κοριτσάκι για τα επόμενα χρόνια παίζοντας με την κούκλα με το ένα χέρι. Και όταν αργότερα μεγάλωσε, η κούκλα συνέχιζε να στολίζει το δωμάτιο της. Πως γινόταν άλλωστε να μην κρατήσει την διαφορετική αλλά τόσο αγαπημένη της κούκλα!!!