Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ΕΡΩΤΑΣ ΔΙΧΩΣ ΧΘΕΣ



Αυτό το καλοκαίρι η Λίζα αποφάσισε να πάει μόνη της διακοπές.
Είχε ανάγκη να ξεφύγει από τους εξοντωτικούς ρυθμούς της εταιρείας στην οποία εργαζόταν τέσσερα χρόνια.
Ξεκίνησε να ψάχνει από το χειμώνα στο διαδίκτυο για μέρη που θα μπορούσε να μετακινείται με το ηλεκτροκίνητο αμαξίδιό της.
Για ξενοδοχεία προσβάσιμα και όλα τα σχετικά.

Πράγματι, βρήκε το ιδανικό μέρος για εκείνη.
Ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με ράμπες σε όλους τους χώρους και όμορφα λειτουργικά στούντιο.

Ο καιρός που πάντα περνάει γρήγορα, την έφερε στην προετοιμασία των διακοπών της με μεγάλη χαρά.
Είχε πάρει δώδεκα μέρες άδεια και σκόπευε να την ξοδέψει όλη στο υπέροχο ξενοδοχείο που ανακάλυψε και έκλεισε δωμάτιο από νωρίς.

Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι θα περνούσε τις ήρεμες διακοπές που ήθελε.
Είχε κιόλας φτιάξει το πρόγραμμα των διακοπών στο μυαλό της.
Η μέρα θα ξεκινούσε με κολύμπι στην πισίνα, ηλιοθεραπεία, συντροφιά με ένα καλό βιβλίο και ελαφρύ γεύμα.
Τα βράδια θα απολάμβανε τη θέα της θάλασσα από το μπαλκόνι του δωματίου της.
Ναι, αυτό χρειαζόταν. Ποτέ δεν της άρεσαν η πολυκοσμία και η βαβούρα των κοσμικών θέρετρων.

Τις δυο πρώτες μέρες τις πέρασε έτσι ακριβώς, όμως το πρωί της τρίτης μέρας ενώ έπινε τον καφέ της, μπήκε στο ξενοδοχείο μια θορυβώδης παρέα.
Έλπιζε να μην ήταν ένοικοι ή αν ήταν, να ερχόντουσαν μόνο για να κοιμηθούν.
Για κακή της όμως τύχη, σε λίγη ώρα έκαναν την εμφάνιση τους στην πισίνα.
Φώναζαν, έκαναν βουτιές και έριχναν νερά ο ένας στον άλλον.

Πάει η γαλήνια ατμόσφαιρα των προηγούμενων ημερών.
Τη στιγμή που σκεφτόταν μήπως είχε γίνει υποχονδριακή, έγινε το μοιραίο.
Ποσότητα νερού που προοριζόταν να περιλούσει μια κοπέλα από την παρέα, έφτασε στη μπαταρία του αμαξιδίου της.
Πετάχτηκε νευριασμένη από την ξαπλώστρα σκουπίζοντας γρήγορα με την πετσέτα τη μπαταρία, κατηγορώντας τους για έλλειψη αγωγής και τρόπων.

Της ζήτησαν συγνώμη και κάποιος από την παρέα προσφέρθηκε να τη βοηθήσει.
«Άφησε με να το κάνω εγώ» είπε και της πήρε απαλά την πετσέτα από τα χέρια.

Αφού σκούπισε καλά τη μπαταρία, άνοιξε το χειριστήριο και ευτυχώς δούλευε.

«Ευχαριστώ και συγνώμη για πριν, ήμουν λίγο υπερβολική» του είπε τελικά η Λίζα, αισθανόμενη μάλλον ντροπή.
«Καθόλου, είχες δίκιο…Δημήτρης…» συστήθηκε αυτός.
«Χάρηκα…Λίζα» απάντησε με τη σειρά της εκείνη.
«Δεν πιστεύω ότι χάρηκες και τόσο για τη γνωριμία μας, σκοπεύω όμως να σου αλλάξω γνώμη» της είπε ο Δημήτρης και απομακρύνθηκε με ένα χαμόγελο.
Τον ακολούθησε για δευτερόλεπτα με το βλέμμα, πριν ξαναγυρίσει στο βιβλίο της.

Το βράδυ αποφάσισε να πάει στο υπαίθριο μπαρ του ξενοδοχείου.
Τις προηγούμενες νύχτες δεν της έκανε όρεξη να αφήσει την ηρεμία του μπαλκονιού, αλλά απόψε κάτι την τραβούσε να βγει.
Διάλεξε να φορέσει ένα κοντό φόρεμα, από τα τρία που είχε φέρει μαζί της.
Τα μακριά δεν της πήγαιναν, ίσως λόγω της καθιστής της θέσης.
Η Λίζα φρόντιζε πάντα να είναι περιποιημένη, είτε στη δουλειά, είτε στις εξόδους με φίλους.

Ξεκίνησε να μακιγιάρεται χαμογελώντας, καθώς σκέφτηκε την κολλητής της που πάντα απορούσε πώς τα κατάφερνε να βάφεται σε χρόνο ρεκόρ κι εκείνη που δεν έχει καμία κινητική αδυναμία, ήθελε μισή ώρα μπροστά στον καθρέφτη.
Σύντομα, βρισκόταν στο μπαρ.
Ήταν πραγματικά όμορφο, υπήρχαν λουλούδια και φυτά σε γλάστρες, ένα σιντριβάνι  στη μέση, που σε συνδυασμό με  τον έναστρο ουρανό δημιουργούσε μια ρομαντική ατμόσφαιρα.

Τελείωνε το ποτό της, όταν η σερβιτόρα της έφερε ένα δεύτερο.
«Κερασμένο» είπε και έδειξε το Δημήτρη που καθόταν στην απέναντι πλευρά του μπαρ.

Δεν άργησε να έρθει κοντά της.
«Θα ήταν υπερβολικό να ελπίζω σε μια νέα αρχή;» τη ρώτησε χαμογελαστός.
«Από πού ήρθε πάλι αυτός χωρίς να τον αντιληφθώ; Και η υπόλοιπη παρέα πού είναι;» αναρωτήθηκε μέσα της.
«Οι φίλοι μου πάνε για βραδινό μπάνιο, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι από ποια γωνία θα εμφανιστούν με κουβάδες νερό» είπε ο Δημήτρης διαβάζοντας την σκέψη της.

Η Λίζα γέλασε αυθόρμητα.
«Το πρωί αντέδρασα υπερβολικά, απλώς αυτό εδώ με κάνει ανεξάρτητη και αν πάθει κάτι θα αναγκαστώ να σταματήσω τις διακοπές μου και να γυρίσω πίσω» του είπε, δείχνοντας τον πολύτιμο τροχήλατο φίλο της.
«Όχι, μόνο αυτό δεν θέλουμε».
«Και τι θέλουμε;».
«Εγώ πολλά, αλλά προς στο παρόν, να πιούμε συντροφιά το ποτό μας. Να κάτσω;».
Η Λίζα έγνεψε καταφατικά.
Εκείνη την ώρα η μελωδία από το «Ταγκό της Νεφέλης» πλημμύρισε την ατμόσφαιρα.
Σε δευτερόλεπτα, ένας νεαρός ερχόταν προς το μέρος τους, μεταφέροντας ένα χειροκίνητο καρότσι.
Μίλησε κατευθείαν στο Δημήτρη.

«Καλησπέρα, μου επιτρέπετε να σας στερήσω για λίγο τη Λίζα; Μου έχει υποσχεθεί από τότε που ήλθε ένα χορό, αλλά μέχρι σήμερα δεν έβγαινε τα βράδια».
Ο Δημήτρης κοίταξε το νεαρό με ένα βλέμμα δυσφορίας και απορίας μαζί.
«Τιμή μου να χορέψω με ένα δάσκαλο του είδους» απάντησε η Λίζα, προτού εκείνος προλάβει να αρθρώσει λέξη.

Μετακινήθηκε με ευκολία από το δικό της αμαξίδιο στο άλλο και προχώρησαν με το νέο άντρα προς την πίστα.
Της έπιασε τα χέρια και άρχισαν να χορεύουν.

Ο Δημήτρης την παρακολουθούσε να κυλά το καροτσάκι της αέρινα, κατευθυνόμενη από τον παρτενέρ της.
Δεν πίστευε ότι ένας χορός, που η ντάμα θα ήταν σε αναπηρικό αμαξιδιο, μπορεί να εκπέμπει  τόσο ερωτισμό.
Ήπιε το ποτό που είχε απομείνει στο ποτήρι του κοιτάζοντας έντονα το ζευγάρι.
Γιατί τον ενοχλούσε που χόρευε με άλλον; Τη γνώριζε μόνο λίγες ώρες.
Σηκώθηκε να φύγει, αλλά χωρίς να το συνειδητοποιήσει, σε λίγο πλησίασε το ζευγάρι που εκείνη τη στιγμή τελείωνε το ταγκό.

«Πάμε ένα περίπατο;» πρότεινε στη Λίζα, όταν έμειναν οι δυο τους.
«Γιατί όχι;» του απάντησε χαμογελώντας και προχώρησαν προς τον κήπο του ξενοδοχείου.
Η νύχτα ήταν όμορφη, ο αέρας μύριζε γιασεμί και τριαντάφυλλο.

«Χορεύεις πολύ ωραία» είπε ο Δημήτρης, διακόπτοντας τη σιωπή που τους είχε τυλίξει.
«Εσύ δεν χορεύεις;».
«Όχι, ποτέ».
«Για όλα τα πράγματα υπάρχει πρώτη φορά. Βέβαια δεν θα είμαι η ιδανικότερη ντάμα για το ξεκίνημα σου και με το χορτάρι εδώ, δύσκολο να χρησιμοποιήσω το καρότσι αλλά…» δίστασε πριν συνεχίσει «…αλλά αν μου επιτρέψεις να στηριχτώ λίγο πάνω σου…».

Εκείνος καταλαβαίνοντας τι εννοούσε, την έπιασε από τα χέρια και τη σήκωσε όρθια.
«Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη ντάμα» ψιθύρισε, ενώ άρχιζαν να λικνίζονται απαλά στο ρυθμό μιας μουσικής που άκουγαν μόνο εκείνοι.

Τις υπόλοιπες μέρες των διακοπών τις πέρασαν μαζί, πηγαίνοντας βόλτες στην πόλη και ημερήσιες εκδρομές.
Τα βράδια συνέχιζαν τα «μαθήματα χορού» που είχαν ξεκινήσει εκείνη τη νύχτα.
Και το πρώτο φως της μέρας, τους έβρισκε πάντα αγκαλιά στο κρεβάτι.

Ο Δημήτρης αλλάζοντας το πρόγραμμα του, με την προτροπή και των φίλων του, αφού η Λίζα είχε γίνει πια μέλος της παρέας, θα έφευγε νωρίτερα μαζί της.
Αποχαιρέτησαν τους φίλους τους στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου, με την υπόσχεση να συναντηθούν στο σπίτι της Λίζας, σε πέντε μέρες που θα επέστρεφαν και εκείνοι.

Πλησίασε τον αγαπημένο της και τον φίλησε. Του άξιζε ένα φιλί.
Ο Δημήτρης δεν είχε καταφέρει μόνο να της αλλάξει γνώμη για τον ίδιο όπως είχε πει, αλλά και για την παρέα του.

Η Λίζα όμως είχε κατορθώσει κάτι πιο σημαντικό.
Μαζί της ο Δημήτρης ανακάλυψε μια διαφορετική πλευρά του έρωτα.
Μια πλευρά που του φαινόταν μαγική και όμορφη, όσο το ταγκό που είχε χορέψει εκείνη, τη βραδιά της γνωριμίας τους.



Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΕΣ

Η Μαρία έφτασε καθυστερημένη στο γραφείο. Το προηγούμενο βράδυ είχε τσακωθεί με τον Μίλτο.
Την έστησε τρεις ολόκληρες ώρες.

Το τελευταίο διάστημα αυτό γινόταν όλο και πιο συχνά.
Τα δυο πρώτα χρόνια της σχέση τους ήταν ο τέλειος σύντροφος, έβγαιναν κάθε βράδυ, της πρόσφερε λουλούδια, ήταν τρυφερός μαζί της.
Στην πορεία άρχισε να αλλάζει.
Δεν την πείραζε που οι έξοδοι τους ειχαν περιοριστεί, άλλωστε και η ίδια με το φόρτο εργασίας που απαιτούσε η νέα της θέση, επιστρέφοντας σπίτι προτιμούσε να δούνε αγκαλιά μια ταινία.
Ο Μίλτος όμως, είτε ακύρωνε τα ραντεβού τους, είτε αργοπορούσε.


Μπαίνοντας χαιρέτησε τους συνάδελφους της και στρώθηκε αμέσως στη δουλειά.
Λίγο αργότερα, ο Σταύρος ο συνάδελφος της, την πλησιάζει και της προσφέρει ένα χάρτινο κυπελλάκι που άχνιζε.
«Είχα βγει για εξωτερικές δουλειές και επιστρέφοντας σκέφτηκα να πάρω δυο δυνατούς καφέδες» της είπε χαμογελώντας.
«Ευχαριστώ, τον χρειαζόμουν όσο δεν φαντάζεσαι», απάντησε η Μαρία ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
«Χρειάζεσαι επίσης και να φας κάτι», συμπλήρωσε εκείνος και άφησε μια σακούλα με τα αγαπημένα της κρουασάν.

Η Μαρία διέκρινε στο βλέμμα του εκείνη την έκφραση που της έφερνε αμηχανία.
Είναι καλό παιδί, αλλά συχνά την εκνευρίζει το έστω και διακριτικό φλερτ του.
Όλοι στο γραφείο ήξεραν ότι είχε δεσμό. Τι επιδίωκε ο Σταύρος;
Αρκετά προβλήματα είχε και χωρίς αυτόν.

Από την αμηχανία της στιγμής την έβγαλε ο προϊστάμενος, ζητώντας  από το αρχείο το φάκελο ενός παλιού πελάτη.
Ο φάκελος βρισκόταν σε ένα ψηλό ράφι και η Μαρία καθώς έσπευσε βιαστική να ανταποκριθεί έχοντας στο μυαλό  το χθεσινό της καβγά με το Μίλτο, στραβοπατάει στη σκάλα του αρχείου και σψριάζεται κάτω, χάνοντας τον κόσμο από μπροστά της.

Όταν συνήλθε βρισκόταν στο αυτοκίνητο του Σταύρου.
«Μαρία, πρέπει να σε δει γιατρός», της είπε με αγωνία.

Εκείνη ζαλιζόταν και ξανάκλεισε τα μάτια αμέσως, κρατώντας τα έτσι, ως την είσοδο του νοσοκομείου.

Ύστερα από μια ώρα επέστρεφαν στο αυτοκίνητο με το ένα της πόδι στο γύψο και την υπόδειξη του γιατρού να μη μείνει μόνη για 48 ώρες λόγω πιθανής διάσεισης.

«Έχεις κάποιον που να μπορεί να σε περιποιείται;» τη ρώτησε ο Σταύρος.
«Όχι, η αδελφή μου μένει Θεσσαλονίκη και δεν θέλω να την ξεσηκώσω, άλλωστε νιώθω μια χαρά» του απάντησε και γυρνώντας το πρόσωπό της προς το παράθυρο μονολόγησε χαμηλόφωνα «…και ο Μίλτος πετάει σήμερα για Παρίσι…».  

«Άκουσες τι είπε ο γιατρός», της είπε κοιτώντας την αυστηρά. «Θα περάσω από το σπίτι μου να πάρω κάποια πράγματα και θα μείνω μαζί σου».

Η Μαρία στράφηκε στο μέρος του απότομα για να του ξεκαθαρίσει ότι αυτό ήταν αδύνατο, αλλά ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει.
Ας έκανε ό,τι ήθελε, σκέφτηκε, ακουμπώντας το κεφάλι της στο κάθισμα.

Νωρίς το βράδυ ξύπνησε στο κρεβάτι της.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε ο Σταύρος στο υπνοδωμάτιο, κρατώντας ένα πιάτο σούπα. Κάθισε δίπλα της και άρχισε να  την ταΐζει στο  στόμα.
Είχε πολύ καιρό να την περιποιηθεί κάποιος. Βούρκωσε χωρίς να το θέλει.
Επίδραση των φάρμακων θα ήταν. Γύρισε και τον ρώτησε.
-Γιατί;
Η απάντησή του ήταν σαφέστατη.
-Ακόμα να το καταλάβεις;

Αφήνοντας το πιάτο στο κομοδίνο, έσκυψε, την πλησίασε και τη φίλησε απαλά στα χείλη.
Ύστερα χωρίς να πει λέξη, βγήκε από το δωμάτιο.

Η Μαρία προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβη, πώς έγινε, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένη από τα γεγονότα που αποκοιμήθηκε και πάλι.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας ένιωσε τον Σταύρο να έρχεται κάποιες φορές κοντά της προκειμένου να βεβαιωθεί ότι κοιμάται ήσυχα, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να βγαίνει από το δωμάτιο.

Την επομένη το πρωί, ξύπνησε από το κουδούνι της πόρτας.
Άνοιξε τα μάτια και τον είδε να κοιμάται στην πολυθρόνα δίπλα της.
Ήταν ωραίος έτσι όπως έπεφταν κάποιες τουφίτσες από τα μαλλιά του στο πρόσωπο.
Το κουδούνι ξαναχτύπησε κι εκείνος πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος.
Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν.
Την κοίταξε έντονα.
-Είσαι καλά;
-Ναι μια χαρά, αν και πονάει το πόδι μου λίγο.
-Θα πάω να ανοίξω την πόρτα και θα σου φέρω ένα παυσίπονο.


Σε λίγο άκουσε από μέσα τη φωνή της αδελφή της.
Έπρεπε να το περιμένει ότι μόλις έβλεπε το μήνυμα που της έστειλε χθες, θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για Αθήνα.
Σε αντίθεση με τον Μίλτο, που δεν μπήκε καν στον κόπο να κάνει ένα τηλεφώνημα, να ρωτήσει αν ήταν καλά.
Αλλά όχι, δεν της αρκούσε πια ένα τηλεφώνημα, ήθελε την προσοχή και την φροντίδα, όπως την είχε νιώσει από τον Σταύρο.

Η αδελφή της μπήκε σαν σίφουνας την αγκάλιασε και μιλώντας ακατάπαυστα, της έδωσε να πιει  το παυσίπονο.
Ο Σταύρος την είχε ενημερώσει για τα φάρμακα που σύστησε ο γιατρός πριν φύγει χωρίς να χαιρετίσει τη Μαρία.
Δεν ήθελε να της κλέψει ούτε ένα λεπτό από τις στιγμές με την αγαπημένη της αδελφή.

Η Μαρία στη διάρκεια των δεκαπέντε ημερών της αναρρωτικής της άδειας, πήρε μια απόφαση που τη σκεφτόταν πολύ καιρό, αλλά δεν είχε βρει το θάρρος να την κάνει πράξη.

Έβαλε τέλος στη σχέση της με τον Μίλτο, αντιλαμβανόμενη ότι είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της.
Άσχετα με το αν προχωρούσαν με τον Σταύρο, δεν άξιζε να είναι σε μια βαλτωμένη  κατάσταση. 
Το ατύχημα και η στάση του Σταύρου την είχαν αφυπνίσει.
Καλύτερα μόνη.

Και μπορεί αργότερα να διεκδικούσε τον Σταύρο.
Άλλωστε εκείνος είχε κάνει την κίνηση του, καιρός να κάνει κι εκείνη τη δική της.