Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΚΟΥΚΛΑΣ

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε ένα μικρό εργαστήριο κατασκευής παιγνιδιών. Το είχε μια γυναίκα η οποία τα κατασκεύαζε μόνη της. Ήταν ολομόναχη στο κόσμο γι' αυτό ακριβώς το λογο έδινε όλη της την αγάπη στα δημιουργήματα της. Πίστευε ότι αυτή η αγάπη μεταδιδόταν στα παιδιά που αγόραζαν τις κούκλες, τα στρατιωτάκια, τα αρκουδάκια της. Και έτσι γινόταν στην πραγματικότητα. Τα παιχνίδια της, για ένα ακατανόητο λογο είχαν γίνει ιδιαίτερα αγαπητά από τα παιδιά της περιοχής. Ακατανόητος βέβαια λόγος για τους μεγάλους. Τα παιδιά ήξεραν πολύ καλά γιατί τα προτιμούσαν από τα υπόλοιπα. Είχαν την μαγική ικανότητα να μιλάνε, να κινούνται και κυρίως να αισθάνονται. Έτσι τα παιδιά δεν τα βαριόταν όπως τα άλλα παιγνίδια. Έπαιζαν ώρες μαζί σε ένα δικό τους μαγικό κόσμο. Βέβαια οι γονείς των παιδιών, που τα άκουγαν να μιλούν στα παιγνίδια, το απέδιδαν στην παιδική φαντασία. Αυτό ήταν λογικό αφού οι γονείς είχαν χάσει εδώ και πολύ καιρό την αθωότητα τους, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπεις στο μαγικό κόσμο των παιχνιδιών της γυναίκας.
Τα χρόνια περνούσαν, η γυναίκα μεγάλωνε, αλλά τα παιχνίδια της συνέχιζαν να ασκούν στα μικρά παιδιά την ίδια μαγική επίδραση. Τις τελευταίες μέρες έφτιαχνε μια κούκλα. Με ξανθιά μαλλιά και γαλανά μάτια. Έναν άγγελο, που αφού την τελείωνε θα συντρόφευε σίγουρα κάποιο κοριτσάκι. Με αυτή την σκέψη συνέχιζε χαμογελώντας την δουλεία της, ξεχνώντας τον πόνο της καρδιάς που δεν έλεγε να την αφήσει εδώ και μήνες. Φυσικά πλησίαζε στα 80. Μέχρι το βράδυ είχε τελειώσει όλο το σώμα της. Δηλαδή, σχεδόν όλο, της είχε απομείνει ακόμα μόνο ένα χέρι της κούκλας. Αλλά θα το κάνε αύριο, τώρα ένιωθε πολύ κουρασμένη, έπρεπε να ξαπλώσει. Καληνύχτισε την κούκλα όπως και όλα τα παιχνίδια που ήταν έτοιμα για να βγουν στα καταστήματα, και αυτά της ανταπέδωσαν την καληνύχτα. Την νύχτα την ξύπνησε ένας δυνατός πόνος στο στήθος. Ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος. Αλλά όχι, έπρεπε να προλάβει να τελειώσει την κούκλα της. Σηκώθηκε και πήγε με πολύ κόπο στον πάγκο της. Εκεί που την περίμενε η κούκλα. Έπιασε τα εργαλεία της και άρχισε να φτιάχνει το χέρι. Όλα τα παιχνίδια ήταν ανήσυχα, ένιωθαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από λίγα λεπτά ο πόνος έγινε ακόμα πιο έντονος. Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι της στο πάγκο, κοίταξε για τελευταία φορά την κούκλα της και από τα χείλη της βγήκε μια λέξη.
-Συγνώμη
’’Μα γιατί μου ζητά συγνώμη’’ σκέφτηκε η κούκλα μέσα στη θλίψη της. Εγώ πρέπει να την ευχαριστήσω που μου έδωσε ζωή. Όμως η γρια γυναίκα ήξερε. Αυτή η όμορφη κούκλα δεν θα ένιωθε ποτέ την ζεστή αγκαλιά ενός κοριτσιού. Ήταν μια κούκλα χωρίς χέρι. Μια ανάπηρη κούκλα. Ποιος καταστηματάρχης θα την έβαζε στην βιτρίνα του?
Αφού ήξερε ότι πολύ δύσκολα μια μητέρα θα επέλεγε να αγοράσει για την κόρη της την συγκεκριμένη κούκλα. Όσο όμορφη και να ήταν..
Η κούκλα δεν άργησε να καταλάβει τι εννοούσε η γυναίκα. Μετά από μερικές μέρες ήλθαν και πήραν τα παιχνίδια. Αλλά όχι εκείνη. Πήραν τα ολοκληρωμένα, τα όμορφα, τα τέλεια παιγνίδια. ΄΄όχι αυτή την κούκλα, δεν βλέπεις ότι είναι ελαττωματική, της λείπει ένα χέρι΄΄ άκουσε να λέει ένας από τους μεταφορείς όταν πήγε κάποιος να την βάλει στο φορτηγό με τα υπόλοιπα. Έτσι απλά την άφησαν, στο σκοτεινό και κρύο εργαστήρι.
Το πρώτο καιρό η κούκλα μας ήταν πολύ στενοχωρημένη, ένιωθε μεγάλη μοναξιά. Γύριζε στο άδειο εργαστήρι χωρίς να κάνει τίποτα. Κάποια μέρα βρήκε κατά τύχη σε μια γωνία ένα ξεχασμένο κουκλόσπιτο. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και μπήκε μέσα γεμάτη περιέργεια. Ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί ένα τόσο όμορφο σπιτάκι. Είχε ένα σαλόνι με τζάκι, μια κουζινιτσα, μια κρεβατοκάμαρα, και ένα μπάνιο. Μάλιστα υπήρχε και μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία. Θυμήθηκε την γυναίκα. Όσο καιρό την δημιουργούσε της έλεγε ιστορίες που της άρεσαν τόσο πολύ. Για μερικές στιγμές ο πόνος της έλλειψης του μοναδικού ανθρώπου που την αγάπησε μαλάκωσε. Τότε αποφάσισε να μείνει σε αυτό στο κουκλόσπιτο. Εκεί ένιωθε την παρουσία της γυναίκας να την συντροφεύει.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ να κάνει πράγματα συνηθισμένα, καθημερινά. Πως να ντυθεί με ένα χέρι για παράδειγμα ή να φτιάξει φαγητό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που νευρίαζε με τον εαυτό της που της έπαιρνε τόσο πολύ χρόνο να βάλει ένα φόρεμα. Αλλά το αίσθημα θυμού αντικαθιστούταν αμέσως με το αίσθημα της ικανοποίησης όταν τα κατάφερνε. Συνειδητοποίησε ότι για να ζήσει πιο άνετα στο κουκλόσπιτο έπρεπε να βρει τρόπους να τα κάνει όλα με το ένα χέρι. Να στρώνει το κρεβάτι, να σκουπίζει, να ξεσκονίζει. Και αυτά της φαινόταν εύκολη υπόθεση. Αλλά τι γινόταν με το πλύσιμο των πιάτων, το άπλωμα των ρούχων ή πως θα βγάλει ένα ταψί που καίει από το φούρνο και τόσα αλλά που απαιτούσαν δυο χέρια? Η κούκλα όλα αυτά τα έβλεπε βουνό. Όμως δεν το έβαλε κάτω. Αφού έσπασε 2-3 πιάτα στην αρχή έμαθε να βάζει ένα ένα πιάτο στο νεροχύτη και αφού το έπλενε από την μια πλευρά το γύριζε από την άλλη και ύστερα για να μην της γλιστρήσει το έπιανε με ένα πανί και το τοποθετούσε στην πιατοθήκη. Για το ταψί άνοιγε το φούρνο, έβαζε το πιάτο δίπλα και έβαζε φαγητό. Με παρομοιες απλές λύσεις κατάφερνε να κάνει τα πάντα. Τα βράδια της άρεσε πολύ να κάθεται δίπλα στο αναμμένο τζάκι και να διαβάζει βιβλία. Έτσι περνούσε ο καιρός. Η κούκλα ήταν ευχαριστημένη που είχε μάθει να ζει μόνη της αλλά όταν σκεφτόταν ότι τα αλλά παιχνίδια θα έκαναν συντροφιά σε παιδάκια την έπιανε μελαγχολία. Γιατί εκείνη να μην την έπαιζε ένα κορίτσι. Επειδή είχε μόνο ένα χέρι? Και λοιπόν?
Είχε να δώσει τόση αγάπη και μπορούσε να κάνει χαρούμενο το κοριτσάκι που θα την έπαιρνε. Θα την έβαζε να παίξουν στο κουκλόσπιτο της. Ήταν σίγουρη ότι θα του άρεσε και θα μαγεύονταν από την ομορφιά του όπως είχε μαγευτεί και εκείνη από την πρώτη στιγμή που το είδε. Κάθε νύχτα έβλεπε το ίδιο όνειρα. Ότι ένα κορίτσι την κρατούσε αγκαλιά και έπαιζαν μαζί.
Ένα πρωί ξύπνησε από ένα θόρυβο. Τι παράξενο! Στο εργαστήριο πάντα επικρατούσε σιωπή.
Τι να ήταν αυτός ο θόρυβος? Κοίταξε από το παράθυρο του κουκλόσπιτου και είδε ένα άντρα και ένα κορίτσι να ανοίγουν την πόρτα του εργαστήριο, να μπαίνουν μέσα και να εξερευνούν το χώρο.
- Τι είναι εδώ μπαμπά? ρώτησε το κορίτσι
- Εδώ παλιά μια γυναίκα έφτιαχνε πολύ όμορφα παιχνίδια. Από εδώ μου πήρε ο παππούς το αυτοκινητάκι που έχω πάνω στο γραφείο στο σπίτι μας
- Εκείνο το αυτοκινητάκι είναι σαν καινούργιο μπαμπά
- Επειδή το πρόσεχα γλυκιά μου και ότι αγαπάμε πρέπει να το προσέχουμε
Το κορίτσι καθώς περπατούσε το βλέμμα της έπεσε πάνω στο κουκλόσπιτο. Της κίνησε την περιέργεια γιατί φαινόταν πολύ καθαρό σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρισκόταν μέσα στο εργαστήριο. Πλησίασε και το άνοιξε για να δει πως ήταν μέσα. Τι όμορφο που ήταν με τα επιπλακια του!!! Τότε είδε μια κούκλα να κάθεται κοντά στο τζάκι. Μια πανέμορφη κούκλα. Μόνο όταν την πήρε αγκαλιά πρόσεξε ότι η κούκλα είχε μόνο ένα χέρι. Αλλά εκείνη την στιγμή συνέβη κάτι μαγικό. Το κορίτσι ήταν σαν είδα μπροστά στα μάτια της όλη την ιστορίας της κούκλας. Ένιωσε όλα τα συναισθήματα της κούκλας. Την αγάπης της για την γυναίκα που την δημιούργησε, την θλίψη της όταν την έχασε, την απογοήτευση και την μοναξιά της όταν την άφησαν μονή στο εργαστήριο επειδή είχε μονό ένα χέρι, την αποφασιστικότητα της να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να τα καταφέρει να ζει ανεξάρτητη και κυρίως το κορίτσι ''είδε'' το όνειρο της κούκλας να αγαπηθεί από ένα κορίτσι και να παίζουν μαζί. Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της και σαν να ένιωσε δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της κούκλας. Δάκρυα ευτυχίας γιατί επιτέλους η κούκλα βρισκόταν εκεί που ήταν ο προορισμός της όταν την δημιουργούσε η γυναίκα. Εκεί που είναι ο προορισμός κάθε κούκλας να βρίσκεται. Στην αγκαλιά ενός παιδιού.
Ο πατέρας της ήλθε κοντά της για να δει τι είχε ανακάλυψη η κόρη του
- Μπορώ να την πάρω σπίτι μπαμπά?
- Υποθέτω πως μπορείς αφού από ότι φαίνεται δεν ανήκει σε κανένα άλλο παιδάκι. Είναι πολύ όμορφη. Σαν και σένα. Θα πάρουμε και το σπιτάκι της για να συνεχίσει να ζει εκεί.
Ο άντρας είχε δει ότι η κούκλα είχε ένα χέρι όπως επίσης είχε δει και με πόση τρυφερότητα χάιδευε η κόρη του τα μαλλιά της κούκλας.
Σίγουρα αυτή την κούκλα την έφτιαξε η ιδιοκτήτρια του εργαστηρίου. Θυμόταν ότι και ο ίδιος όταν έπαιζε με το αυτοκινητάκι χανόταν σε ένα ονειρικό κόσμο.
Στο ίδιο ονειρικό κόσμο χανόταν και το κοριτσάκι για τα επόμενα χρόνια παίζοντας με την κούκλα με το ένα χέρι. Και όταν αργότερα μεγάλωσε, η κούκλα συνέχιζε να στολίζει το δωμάτιο της. Πως γινόταν άλλωστε να μην κρατήσει την διαφορετική αλλά τόσο αγαπημένη της κούκλα!!!

3 σχόλια:

Michalis Vasilakis είπε...

Καλές γιορτές και χρόνια πολλά.

ΜΑΡΙΑΝΝΑ είπε...

επισης μιχαλη
ειχα καιρο να μπω στο δικο σου ιστολογιο, τωρα μπηκα....και επεσα απο τα συννεφα
καλες γιορτες

Tasoula είπε...

Μαριαννα μου,το 6ο Δημοτικο Γλυφαδας εχει λατρεψει την ιστορια σου...Την εχουν ηδη ζωγραφισει,αναπαραστησει,θα σου στειλουμε βιντεο και φωτογραφιες με τη δουλεια τους!Κατασυγκινηθηκαν....